έκκριση — η (AM ἔκκρισις) λειτουργία με την οποία τα κύτταρα και ιδίως τα στοιχεία τών αδενικών επιθηλίων παράγουν ουσίες οι οποίες αποχετεύονται με εκφορητικό πόρο σε άλλο όργανο ή προς τα έξω («έξω έκκριση») ή μέσα στο αίμα («έσω έκκριση») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
βλέννα, τραχηλική — Έκκριση που παράγεται από τον τράχηλο της μήτρας, αρκετά ορατή όταν πραγματοποιείται μια γυναικολογική εξέταση γύρω στη 14η μέρα του μηνιαίου κύκλου. Όταν δεν υπάρχει ωορρηξία, διαπιστώνονται χαρακτηριστικές αλλοιώσεις. Η εξέταση χρησιμεύει για… … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… … Dictionary of Greek
σμηγματόρροια — (Ιατρ.). Ασθένεια που χαρακτηρίζεται από αυξημένη ή από μειωμένη έκκριση σ. (λιπαρή σμηγματόρροια και ξηρή σμηγματόρροια). Η ασθένεια εκδηλώνεται πιο έντονα στο τριχωτό μέρος της κεφαλής, στο μέτωπο, στη μύτη, στα μάγουλα, στο σαγόνι και πίσω από … Dictionary of Greek